- υποπλεως
- ὑπόπλεωςатт. = ὑπόπλεος См. υποπλεος
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υπόπλεως — ων, και ὑπόπλεος, ον, Α 1. ο αρκετά γεμάτος 2. αυτός που έχει γεμίσει με κάτι χωρίς να έχει γίνει αντιληπτός («ἀργυρίων ὑπόπλεος», Τιμοκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πλέως / πλέος «γεμάτος, πλήρης»] … Dictionary of Greek
ὑπόπλεως — ὑπόπλεω̆ς , ὑπόπλεος full adverbial ὑπόπλεω̆ς , ὑπόπλεος full masc/fem nom pl ὑπόπλεω̆ς , ὑπόπλεος full masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόπλεος — ον, Α βλ. ὑπόπλεως … Dictionary of Greek